αδραλότοπος

αδραλότοπος
ο
τόπος γεμάτος αδράλες*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδράλα — η συνήθως στον πληθ. οι αδράλες μικρές και σκληρές πέτρες διασπαρμένες στους αγρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο αδρός, μέσω του μεταβατικού τύπου *αδράλι. ΣΥΝΘ. αδραλότοπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”